- πασμαντερί
- τοταινία, σειρήτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. passementerie < ρ. passementer «σειρητώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φράντζα — η (λ. ιταλ.) 1. κροσσωτό συνήθως σιρίτι, είδος κορδονιού, πασμαντερί. 2. τούφα μαλλιών που πέφτει σε όλο το μέτωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)